- εὐβωλοστρόφητος
- εὐβωλοστρόφητος, ον,A easy to plough, Eust.385.36, 1431.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευβωλοστρόφητος — εὐβωλοστρόφητος, ον (Α) αυτός που οργώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βωλοστροφώ «κάνω σβώλους οργώνοντας»] … Dictionary of Greek
εὐβωλοστρόφητον — εὐβωλοστρόφητος easy to plough masc/fem acc sg εὐβωλοστρόφητος easy to plough neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)